- συναρθρώνω
- συναρθρῶ, -όω, ΝΑνεοελλ.συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζωαρχ.1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, -όομαια) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω πέρας τοῡ στέρνου τῇ πρώτῃ ἀεὶ συναρθροῡται πλευρᾷ», Γαλ.)β) γραμμ. συντάσσομαι με το άρθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρθρῶ, -ώνω «συναρμόζω» (< ἄρθρον)].
Dictionary of Greek. 2013.