συναρθρώνω

συναρθρώνω
συναρθρῶ, -όω, ΝΑ
νεοελλ.
συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζω
αρχ.
1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο
2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, -όομαι
α) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω πέρας τοῡ στέρνου τῇ πρώτῃ ἀεὶ συναρθροῡται πλευρᾷ», Γαλ.)
β) γραμμ. συντάσσομαι με το άρθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρθρῶ, -ώνω «συναρμόζω» (< ἄρθρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συναρθρώ — όω, Α βλ. συναρθρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”